αναζωογόνος

αναζωογόνος
-ο
ο αναζωογονητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + ζωογόνος.
ΠΑΡ. αναζωογονώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ, όπου χρησιμοποιείται ως επίθετο των λέξεων επίδρασις και ψεκάδες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναζωογονώ — ( έω) 1. ενεργ. δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, ψυχικές και σωματικές, τονώνω, ξαναζωντανεύω 2. ανακτώ τις ψυχικές και σωματικές μου δυνάμεις, τονώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογόνος. ΠΑΡ. αναζωογόνηση, αναζωογονητικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”